ἐπιπληκτικά

ἐπιπληκτικά
ἐπιπληκτικός
given to rebuking
neut nom/voc/acc pl
ἐπιπληκτικά̱ , ἐπιπληκτικός
given to rebuking
fem nom/voc/acc dual
ἐπιπληκτικά̱ , ἐπιπληκτικός
given to rebuking
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εντρεπτικός — ἐντρεπτικός, ή, όν (AM) επιτιμητικός, επιπληκτικός μσν. επίρρ. ἐντρεπτικῶς επιτιμητικά, επιπληκτικά, ελεγκτικά αρχ. 1. αυτός που επιβάλλει τον σεβασμό 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντρεπτικόν η συναίσθηση τής αισχύνης, τής ντροπής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”